-
1 beis
εμπόδιο, κώλυμα, πράβλημα -
2 engel
εμπόδιο, δυσκολία, κώλυμα -
3 obstacle
εμπόδιο -
4 zawada
εμπόδιο -
5 препятствие
препятствие с το εμπόδιο* бег с \препятствиеями о δρόμος μετ' εμποδίων брать \препятствие спорт, υπερνικώ το εμπόδιο* * *сτο εμπόδιοбег с препя́тствиями — ο δρόμος μετ'εμποδίων
брать препя́тствие — спорт. υπερνικώ το εμπόδιο
-
6 барьер
барьерм1. спорт. τό ἐμπόδιο[ν]:взять \барьер πηδῶ τό ἐμπόδιο;2. перен (препятствие, преграда) τό ἐμπόδιο[ν], ὁ φραγμός, τό κώλυμα. -
7 барьер
-
8 затруднение
затруднение с η δυσκολία το εμπόδιο (помеха) выйти из \затруднениея βγαίνω από δύσκολη θέση, ξεμπλέκω* * *сη δυσκολία; το εμπόδιο ( помеха)вы́йти из затрудне́ния — βγαίνω από δύσκολη θέση, ξεμπλέκω
-
9 преграда
преграда ж о φραγμός, το εμπόδιο; преодолеть все \преградаы υπερβαίνω όλα τα εμπόδια* * *жο φραγμός, το εμπόδιοпреодоле́ть все прегра́ды — υπερβαίνω όλα τα εμπόδια
-
10 заминка
заминкаж τό ἐμπόδιο[ν], τό σκάλωμα, τό κόμπιασμα; временная \заминка τό προσωρινό ἐμπόδιο. -
11 препятствие
препятств||иес τό ἐμπόδιο[ν], τό κώλυμα, τό πρόσκομμα:непреодолимое \препятствие τό ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο· преодолевать \препятствиеия ὑπερνικώ τά ἐμπόδια· чинить \препятствиеия кому́-либо παρεμβάλλω προσκόμματα σέ κάποιον бег с \препятствиеиями спорт. ὁ δρόμος μετ· ἐμποδίων. -
12 hurdle
-
13 барьер
-а α.1. κυρλξ. κ. μτφ. εμπόδιο•лошадь свободно взяла барьер το άλογο εύκολα πήδηξε το εμπόδιο.
2. φράγμα, -ός.3. παλ. γραμμή μονομαχίας. -
14 стена
-ы, αιτ. стену, πλθ. стены, -ам α.1. τοίχος•каменная стена πέτρινος τοίχος•
-ы комнаты οι τοίχοι του δωματίου.
2. το τείχος•стена окружить -ой περιβάλλω με τείχος (περιτειχίζω)•
-ы города τα τείχη της πόλης.
|| μτφ. εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα•непроницаемая -αδιαπέραστο τείχος, (ανυπέρβλητο εμπόδιο).
3. πλευρά• κάθετη επιφάνεια•стена рва η πλευρά της τάφρου.
εκφρ.стена об -у – α) δίπλα, πλάι. β) στο διπλανό, στο γειτονικό (δωμάτιο, σπίτι)•стена в -у – βλ. προηγούμενη έκφραση•стена на -у – βλ. стенка на стенку• встать ή стать -ой ξεσηκώνομαι σύσσωμος•в четыре -ах (сидеть,жить – κ.τ.τ.) κάθομαι, ζω στους τέσσερ ις τοίχους (ζω απομονωμένος)•как за каменной -ой быть, находиться – σαν να προστατεύομαι από πέτρινο τοίχο (πλήρως εξασφαλισμένος• άτρωτος)•как на каменную -у положиться ή надеяться – βασίζομαι πλήρως. -
15 барьер
το φράγμα, το εμπόδιοзвуковой ав. - του ήχουпотенциальный (элн.) - του δυναμικούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > барьер
-
16 ёж
1. (противотанковый) το αντιαρματικό εμπόδιο/κώλυμα (από πασσάλους) 2. зоол. ο ακανθόχοιρος, разг. о σκαντζόχοιροςморской - ο εχινός, разг. о αχινός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ёж
-
17 засветка
1. кфт. о φωτισμόςη έκθεση σε φως2. рлк. η επιστροφή, το εμπόδιο (στην οθόνη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засветка
-
18 затор
I. 1. (задержка в движении на дороге) о κυκλοφοριακός συνωστισμός 2. (по-меха) το εμπόδιο, το μπλοκάρισμα (ξεν.). II.(смесь для брожения водки, пива и т.п.) η πυτιά, οι ζυμομύκητες, η μαγιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затор
-
19 зацепка
1. см зацепление 2. (приспособ-ление) о γάντζος, το άγκιστρο 3. (предлог, повод) η πρόφαση, η αφορμή 4. (препятствие, помеха) το εμπόδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зацепка
-
20 помеха
η παρεμβολ/ή, το εμπόδιο, το κώλυμα, η δυσχέρεια/δυσκολίαиндустриальная - см. промышленная -местная (рлк.) - τοπική -ответная - (рлк.) τα ηλεκτρονικά αντίμετραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > помеха
См. также в других словарях:
εμπόδιο — και μπόδιο, το (Μ ἐμπόδιον, Α επίθ. ἐμπόδιος, ον) μσν. νεοελλ. 1. καθετί που εμποδίζει ή δυσχεραίνει μια ενέργεια, κώλυμα, πρόσκομμα, αντίσταση, εναντιότητα («ανυπέρβλητα εμπόδια») 2. «δέσιμο», κατάδεσμος* («σμίγονται τά ἀνδρόγυνα ὅταν ψάλλουν… … Dictionary of Greek
εμπόδιο — το 1. ό,τι εμποδίζει, πρόσκομμα, εναντιότητα. 2. φυσικό ή τεχνητό πρόσκομμα για αναχαίτιση του εχθρού. 3. φραγμός για υπερπήδηση σε ειδικά αθλητικά αγωνίσματα: Δρόμος 110 μ. με εμπόδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συρματόπλεγμα — Εμπόδιο εδάφους από λείο ή αγκαθωτό σύρμα. Χρησιμοποιείται για την αναχαίτιση του εχθρικού πεζικού. Τα πρώτα σ. εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και ήταν συρμάτινα δίχτυα. Αγκαθωτό σύρμα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στον πόλεμο των… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
αποστέρηση — (Ψυχ.). Κατάσταση ψυχικής έντασης με ενδεχόμενα σωματικά σύνδρομα, η οποία εμφανίζεται κάθε φορά που ένα άτομο παρεμποδίζεται να ικανοποιήσει μια οποιαδήποτε ανάγκη. Το εμπόδιο μπορεί να είναι εξωτερικό ή εσωτερικό. To εξωτερικό ενδέχεται να… … Dictionary of Greek
εμποδίζω — και μποδίζω και μποδάω (AM ἐμποδίζω, Μ και ἀμποδίζω και μποδίζω) παρεμβάλλω εμπόδιο, γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο, εναντιώνομαι σε κάτι, απαγορεύω, δυσχεραίνω, παρακωλύω («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμά», Σοφ.) νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek
εμποδών — (Α ἐμποδών) (επίρρ. κατ αναλογ. προς το ἐκποδών*) 1. μέσα στα πόδια, μπρος στα πόδια («κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γινόμενον», Ηρόδ.) 2. ως εμπόδιο, με τρόπο που να δημιουργεί ή να παρουσιάζει εμπόδια («οὐδεὶς ἐμποδών κεῑται νόμος», Ευριπ.) 3. με… … Dictionary of Greek
τάφρος — Μακρουλό άνοιγμα μέσα στο έδαφος που δεν είναι σκεπασμένο. Οι τ. κατασκευάζονται για διάφορους σκοπούς και ανάλογα με τον προορισμό τους παίρνουν και το όνομά τους. τ. ερευνητικές. Πολλές φορές, μετά την πρώτη αναγνώριση και διαπίστωση ότι κάποια … Dictionary of Greek
ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… … Dictionary of Greek